γούβα

γούβα
η
βαθούλωμα, λακκούβα: Έσκαψε μια γούβα στην αυλή για να φυτέψει ένα δέντρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γούβα — η 1. κοίλωμα γης ή βράχου, λάκκος 2. περιοχή χαμηλότερη από τις γύρω περιοχές 3. αργαλειός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γύβη < κύβη «κεφάλι» με αφομοίωση (σε γ ) τού άηχου (κ ) προς το ακολουθούν ηχηρό ( β ) κατ άλλους, ο τ. γούβα < (αλβ.) guve] …   Dictionary of Greek

  • γούπατο — το η γούβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γούβα + πάτος, με συμφυρμό και απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • λακκούβα — η 1. λάκκος, γούβα, φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα τού εδάφους 2. το παιχνίδι λακκουβάκια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από συμφυρμό τών λ. λάκκος + γούβα] …   Dictionary of Greek

  • Гува — Эта страница требует существенной переработки. Возможно, её необходимо викифицировать, дополнить или переписать. Пояснение причин и обсуждение на странице Википедия:К улучшению/24 марта 2012. Дата постановки к улучшению 24 марта 2012 …   Википедия

  • άγουβος — η, ο [γούβα] αυτός που δεν έχει γούβες, κοιλώματα, ομαλός, επίπεδος …   Dictionary of Greek

  • άλαρος — ο μικρός λάκκος, γούβα, γούρνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. σημασιολογικά η λ. είναι συγγενής με το ουσ. αρός*] …   Dictionary of Greek

  • ακτίτης — I Αυτός που κατοικεί στην ακτή, στην παραλία. Επίσης, το πεντελικό μάρμαρο ή ο λίθος που προέρχεται από την πειραϊκή ακτή. (Ορυκτ.) Σκληρός, υπόλευκος ασβεστόλιθος που περιέχει απολιθώματα θαλάσσιων μαλακίων. Βρίσκεται στην Αττική (Ακτή παλαιά,… …   Dictionary of Greek

  • αργαλειός — Το όργανο με το οποίο υφαίνουν, ο υφαντικός ιστός ή ανυφανταριό, ανυφαντήρι, αργαστήρι και γούβα. Λέγεται και εργαλειός και αργαλειοεργαλειό. Ο α. είναι γνωστός από τα πανάρχαια χρόνια (Όμηρος). Υπάρχουν τρία βασικά είδη α., ο πανήσιος, που είναι …   Dictionary of Greek

  • γουβίτσα — η 1. μικρή γούβα 2. παιχνίδι, κατά το οποίο ρίχνουν από απόσταση βώλους σε μικρό λάκκο τής γης και κερδίζει όποιος ρίξει τους περισσότερους …   Dictionary of Greek

  • γουβιάζω — και γουβώνω [γούβα] 1. κοιλαίνω 2. κοιλαίνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”